καταξεσχίζω

καταξεσχίζω
και καταξεσκίζω (Μ καταξεσκίζω και καταξεσχίζω)
ξεσκίζω, σχίζω κάτι σε πολλά μικρά κομμάτια, σχίζω εντελώς, κατακομματιάζω
νεοελλ.
1. με τα νύχια μου προξενώ πολλές γρατσουνιές, αμυχές, γρατσουνίζω, ξεγδέρνω, κατασπαράζω («η γάτα τού καταξέσκισε το πόδι»)
2. καταγαμώ
μσν.
βιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εκδρύπτω — ἐκδρύπτω (Μ) κατασπαράζω, καταξεσχίζω …   Dictionary of Greek

  • εξαμώ — ἐξαμῶ, άω (Α) [αμώ] 1. θερίζω, κόβω εντελώς από τη ρίζα, δρέπω («σπείρων...κἀξαμῶν ἅπαξ», Σοφ.) 2. μτφ. κατασπαράζω, κατακόβω, καταξεσχίζω («τοὺς πλεύμονας καὶ τἄντερ ἐξαμήσω», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • επικαταρρήγνυμι — ἐπικαταρρήγνυμι (Α) διαρρηγνύω, καταξεσχίζω 2. παθ. ἐπικαταρρήγνυμαι πέφτω πάνω σε κάποιον ορμητικά («ἐπικαταρραγεὶς αὐτῷ πέτρος ὑπερμεγέθης», Διον. Αλ.) 3. παθ. καθαρίζομαι εντελώς με καθαρτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταρρήγνυμι «συντρίβω,… …   Dictionary of Greek

  • καταδάπτω — (Α) κατασπαράζω, καταξεσχίζω τις σάρκες («μή με ἔα... κύνας καταδάψαι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δάπτω «καταβροχθίζω»] …   Dictionary of Greek

  • κατακεαίνω — (Α) καταξεσχίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κεαίνω, μεταπλασμένος τ. τού κεάζω «σχίζω», που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] …   Dictionary of Greek

  • καταμύσσω — καταμύσσω, αττ. τ. καταμύττω (Α) (ενεργ. και μέσ.) κατασπαράζω, καταξεσχίζω (α. «κατὰ δὲ χρόα καλὸν ἀμύξη», Θεόκρ. β. «πρὸς χρυσέη περόνη καταμύξατο χεῑρα ἀραιήν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀμύσσω «σπαράζω»] …   Dictionary of Greek

  • καταξαίνω — (AM) καταξεσχίζω, κατακομματιάζω («τούς... πλόκους κόμης καταξήνωσι Παρνασσοῡ πλάκες», Ευρ.) αρχ. 1. (συν. για έριο) ξαίνω καλά, λαναρίζω 2. φθείρω, καταστρέφω (α. «νόσοι καταξαίνουσιν ὅλα δι ὅλων», Φίλ. β. «ὅπλα κατεξάνθαι», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • καταξεσκίζω — (Μ καταξεσκίζω) βλ. καταξεσχίζω …   Dictionary of Greek

  • κατασκύλλω — (Α) κατασπαράζω, καταξεσχίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκύλλω «ξεσχίζω»] …   Dictionary of Greek

  • κατασπαράζω — (AM κατασπαράσσω Α και κατασπαράττω) σπαράζω άγρια, καταξεσχίζω, κατακομματιάζω («τόν κατασπάραξαν τα άγρια θηρία») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”