εκδρύπτω — ἐκδρύπτω (Μ) κατασπαράζω, καταξεσχίζω … Dictionary of Greek
εξαμώ — ἐξαμῶ, άω (Α) [αμώ] 1. θερίζω, κόβω εντελώς από τη ρίζα, δρέπω («σπείρων...κἀξαμῶν ἅπαξ», Σοφ.) 2. μτφ. κατασπαράζω, κατακόβω, καταξεσχίζω («τοὺς πλεύμονας καὶ τἄντερ ἐξαμήσω», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
επικαταρρήγνυμι — ἐπικαταρρήγνυμι (Α) διαρρηγνύω, καταξεσχίζω 2. παθ. ἐπικαταρρήγνυμαι πέφτω πάνω σε κάποιον ορμητικά («ἐπικαταρραγεὶς αὐτῷ πέτρος ὑπερμεγέθης», Διον. Αλ.) 3. παθ. καθαρίζομαι εντελώς με καθαρτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταρρήγνυμι «συντρίβω,… … Dictionary of Greek
καταδάπτω — (Α) κατασπαράζω, καταξεσχίζω τις σάρκες («μή με ἔα... κύνας καταδάψαι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δάπτω «καταβροχθίζω»] … Dictionary of Greek
κατακεαίνω — (Α) καταξεσχίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κεαίνω, μεταπλασμένος τ. τού κεάζω «σχίζω», που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] … Dictionary of Greek
καταμύσσω — καταμύσσω, αττ. τ. καταμύττω (Α) (ενεργ. και μέσ.) κατασπαράζω, καταξεσχίζω (α. «κατὰ δὲ χρόα καλὸν ἀμύξη», Θεόκρ. β. «πρὸς χρυσέη περόνη καταμύξατο χεῑρα ἀραιήν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀμύσσω «σπαράζω»] … Dictionary of Greek
καταξαίνω — (AM) καταξεσχίζω, κατακομματιάζω («τούς... πλόκους κόμης καταξήνωσι Παρνασσοῡ πλάκες», Ευρ.) αρχ. 1. (συν. για έριο) ξαίνω καλά, λαναρίζω 2. φθείρω, καταστρέφω (α. «νόσοι καταξαίνουσιν ὅλα δι ὅλων», Φίλ. β. «ὅπλα κατεξάνθαι», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
καταξεσκίζω — (Μ καταξεσκίζω) βλ. καταξεσχίζω … Dictionary of Greek
κατασκύλλω — (Α) κατασπαράζω, καταξεσχίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκύλλω «ξεσχίζω»] … Dictionary of Greek
κατασπαράζω — (AM κατασπαράσσω Α και κατασπαράττω) σπαράζω άγρια, καταξεσχίζω, κατακομματιάζω («τόν κατασπάραξαν τα άγρια θηρία») … Dictionary of Greek